Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

.
γραπσε τορα τιν δικι σου εκδοχι για τσι μιτροπετρεσ.τορα που εβαλεσ μιαλο θιμασε καλιτερα.ηνε παρανκελια. .

Ποιά ερμηνεία και ποια εκδοχη μπρε άκαρδε ζητάς, σιγά το πράμα, που με κογιονάρεις τόσες δεκαετίες για ένα τυχαιο λαπσουλίνκιο! Δείξε μου έναν που δεν γλώσεψε ποτέ τη μπέρδα του!
Με έτρεχες όλη τη μερα μεσα στο κακαήλιο για να βρεις νερόμυλους και μεχρι να ανακαλύψεις τον νερόμυλο της μέρας θάλασσα δεν έβλεπα. Πλέρωνες τη βενζίνα αλλα ήθελα και κανα λουτρο θαλάσσσιο... κανα μπικινάκι γερμανίας νοσοκομιακό. Έτυχε και μας έκατσε εκείνο το πρωί νωρίς με τη δροσούλα ο χαντακωμένος ο νερόμυλος και μολις τον είδα να διακρίνεται μεσα στα βλαστάρια ενθουσιάστηκα, ξετρελλάθηκα, θα ξεμπερδεύαμε στο τάκα τακα, έτρεξα πρώτος να βεβαιώσω οτι τα ερείπια ήταν μύλος και με το που έφτασα έφαγα γκασμά στην κράνα, γιατί οι μυλόπετρες ήταν πεταμενες και σπασμένες κομάτια, συμπέρανα πως τωρα θα τρώγαμε όλη τη μερα για να βρούμε άλλον και ετσι η κραυγή που έβγαλα ειχε κρατήσει μεν μέσα της τον κεκτημένο ενθουσιασμό ότι ανακαλύψαμε τον μύλο, ενθουσιασμό που δεν πρόφτασε να εξατμιστεί απο την ταυτόχρονη διαπίστωση οτι οι μυλόπετρες ήσαν σπασμένες, ειχε και απογοήτευση, η οποία δεν πρόφταινε να διατυπωθεί ανάλογα, και έτσι μεσα σε δυό λέξεις και μιά δραματική απαγγελία έπρεπε να χωρέσουν και τα δύο αυτά τα αντίθετα. Έτσι είμαστε εμείς οι δυσλεκλικοί. Ο εγκέφαλος δουλεύει πολύ γρήγορα και η γλώσσα δεν προφταίνει να ακολουθήσει. Εξ άλλου ήμουν λιάρδα απο το καθημερινό μεθύσι. Λιάρδα, λιάρδα, λιάρδα! Έπρεπε να πω ''οι μυλόπετρες είναι σπασμένες'' και κραύγασα ΄΄σπασάν οι μητρόπετρες΄΄. Ποιά εκδοχή και πράσινα άλογα! Και γιατί δεν μας λές εσύ, τοσα χρόνια την δική σου εκδοχή δηλαδή. Τωρα βέβαια αμα θες να κάνουμε χαβαλέ, εντάξει, είμαι ζυζλεξικός με ποιότητα, διαλέγω τι λέω. Μυλόπετρες - μητρόπετρες, έχει κάποια διαφορά. Του Μήτρου η μάνα / μητρομάνα και μητρομανίς /μήτρα / μητριαρχία / Μητροπάνος και πάει λέγοντας. Και βέβαια σπασάν αντί για σπάσαν χαριν ευφωνίας και ρυθμού. Αυτό είναι όλο. Αλλά ξερω, οι εκδοχές πρέπει να είναι διατυπωμένες επιστημονιακά και με καλλιγραφίες. Καλώς. Λάβε λοιπόν μία ανάλογη κάτωθεν, έμπλεξα γαμότο, ποιός κάθεται να τα πληκτρολογήσει όλα αυτά, καλύτερα να το έγραφα σαν ποίμα, πέντε αράδες κι ενα σχέδιο μονοκοντυλιά και ξεμπέρδεψα. . . Σπασάν οι μητρόπετρες. ''... όλα για τη μουσική...'' [απόσπασμα απο την Δεξιά Ερωμένη του Π.Θ.] . Ο Ροίκος την μήτραν εφηύρε. Η μήτρα άπλωσε τη μουσική της, έπλασε συνεκτικά ως προς αυτήν λαγόνες, κοιλιόδουλους έρωτες, στήθια γαλακτερά - χείλη βαμένα και με γέννησε. Αρχαίο δάσος, θα μεταπλασθείς σε αφράτα γυναικεία καπούλια, στήσου τώρα στην πέτρα λαξεμένο, χαμογέλασε. Ήταν η εποχή εκείνη. Τότε που ζούσαν οι άλλοι. Σε τόπους που δεν υπάρχουν πιά. Με μουσικές που δεν τραγουδιούνται. Τότε που μας φώναζαν με το όνομά μας και απαντούσε ένας άλλος. Για αυτούς τους άλλους θα μιλήσω. Σα λαγεμένοι απο τα σκοτάδια της νύχτας, κάθε βράδι στα χωράφια της, γύρω από την αναμένη λάμπα πυροβολούσαμε τον μέλλοντα χρόνο. Ο οργασμός τροχήλατος και απαστράπτων με τους κυνόδοντες ματωμένους έσβυνε το χάραγμα της μέρας. Άφηνε μονον χαραμάδες φωτεινές για να θυμίζουν. Μικρός. τότε που η μητρέρα μου έβραζε αγριάδα και την έπινε να πέσουν οι πέτρες. Και μεγάλος. που το δάχτυλο σαν Θωμάς έχωνα στο μουνί της ερωμένης ζητώντας να αγγίξω τη μήτρα της. Την έφτανα, ριγούσα, με τον δείκτη την έγλυφα, η κεφαλή της πέτρα μανηταρόσχημη σκληρή και αόρατη. Και η μουσική. Το βράδι κρασί, πρωινό με κονιάκ, ενδιάμεσα μπύρες. Κυνηγούσαμε τους νερόμυλους σε όλες τις ρυτίδες της Χαλκιδικής. Αυτοί που λες, είναι παλαι'ι'κές μηχανές, έκαιγαν τα νερά της ρεματιάς και άλεθαν σιτάρι. Το άλεθαν με πέτρες στρογγυλές κυκλώπειες. Κατόπιν το αλεύρι έπλαθε ψωμί και όλοι έτρωγαν, σούρουπο, στο σοφρά, λίγο πριν να ανάψει ο λύχνος και ακουστεί η μουσική των χέρσων τόπων. Μέρες γυρνούσαμε στα κράσπεδα της ενδοχώρας σουρωμένοι ψάχνoντας ταχα για αργούς πλέον εις την αιωνιότητα νερόμυλους. Χωρίς γυναίκες τις βραδιές έναστρες ανάβαμε τη λάμπα και η μουσική έφεγγε. Με ξυπνούσε χαράματα, να τον τρεχω για μύλους. Αγωνία μεγαλη για να τους βρούμε έρημους καταχωμένους στα αρκουδόβατα νωρίς ώστε η Μεσημβρία να μας βρει παραθίναλους. Εκείνο το νεαρό το πρωινό τρέκλιζα απο τα βραδινά κρασια, με ατμούς στα μάτια ειδα πρώτος, έτρεξα, δεν φαινόταν καλά μεσα στην πρασινάδα, ειναι? και γαμότο θα με τρεχει για να βρει άλλον, α!, αυτός είναι, αλλά οι γαμημένες οι μυλόπετρες έγερναν ξέμπαρκες και ήσαν κατασπασμένες. Και έτσι, φώναξα φρικτός και έντρομος, -Σπασάν οι μητρόπετρες!..... Σπάσανε οι ρημάδες.Έσπασαν. Τις έφαγε η αγριάδα, τις χαντάκωσε ο ήλιος, τις έλυωσε ο πετροσκούληκας. Και θα σερνόμαστε στα υψίπεδα μαντηλο'ί'σκιωτοι να ψάχνουμε και να γυρεύουμε το τίποτα. Όλα ακμαία, όμορφα, χάμω γελόντας με τον χρόνο, όλα αθάνατα, με άσβεστη τη λάμπα στο μέσον του λίκνου των, πλην ομως όλα κατοικούν αλλού. Στην εποχή εκείνη, με τους άλλους εμάς. Τότε που μας φώναζαν με το όνομά μας και απαντούσε ένας άλλος. Εδώ, τώρα, μέσα, μένει μόνο η μουσική. Η μουσική. .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου